-
1 τηλεφωνικός
η, ό[ν] телефонный;τηλεφωνική σύνδεση (γραμμή) — телефонная связь (линия);
τηλεφωνικόν δίκτυον — телефонная сеть;
τηλεφωνική συσκευή — телефонный аппарат;
τηλεφωνικός δίαυλος — телефонный канал;
τηλεφωνική συνδιάλεξη — телефонный разговор;
τηλεφωνικός κατάλογος (θάλαμος) — телефонная книга (будка)
-
2 будка
ο θαλαμίσκος, η σκοπιά, το παράπηγμαсуфлёрская - театр. το υποβολείοсъемочная кфт. - λήψηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > будка
-
3 будка
будкаж τό σπιτάκι, τό παράπηγμα, ὁ ὁΐκίσκϋς:железнодорожная \будка τό σπιτάκι τοῦ φύλακα σιδηροδρομικής γραμμής; караульная \будка ἡ σκοπιά, τό φυλάκιον' суфлерская \будка τό ὑποβολεῖο (θεάτρου); телефонная \будка ὁ τηλεφωνικός θάλαμος.